|
1. |
|
|
|
|
Μου 'βαλες ένα αίνιγμα, μικρό μου, να σ' το λύσω
και μου 'πες πως θε να σταθείς να σε γλυκοφιλήσω.
Να σου το λύσω έλα δω, έλα να σου το λύσω,
για να σταθείς, μικρούλα μου, να σε γλυκοφιλήσω.
Μου 'πες πως είσαι λεμονιά με όμορφα λεμόνια,
να τα παινέσω θέλησα κι είπα πως είν' πεπόνια.
Να σου το λύσω έλα δω, έλα να σου το λύσω,
για να σταθείς, μικρούλα μου, να σε γλυκοφιλήσω.
Μα συ δεν ήθελες, μικρό, αίνιγμα να σου λύσω,
ήταν η ζώνη σου σφιχτή κι ήρθες να σου τη λύσω.
Να σου το λύσω έλα δω, έλα να σου το λύσω,
για να σταθείς, μικρούλα μου, να σε γλυκοφιλήσω.
― Γεια σου, Κάβουρα μου!
|
|
2. |
|
|
|
|
ΕΠ: Για πες μου, βρε Στελλάκη μου, το πώς τα καταφέρνεις
και κάθε μέρα φορεσιά καινούρια μου κοτσέρνεις.
ΣΠ: Τι να σου πω, Βαγγέλη μου; Ρωτάς, θέλεις να μάθεις,
μα η δουλειά μου είναι βαριά, βρ' αμάν αμάν, φοβούμαι μην την πάθεις.
ΕΠ: Βρε, πες μου γιατί δε βαστώ. Δουλεύω, τυραγνιούμαι
και κάθε μέρα με ελιά στο σπίτι την περνούμε.
ΣΠ: Πρέπει να ξέρεις ψέματα πολλά να κουβεντιάζεις,
να 'σαι και λίγο ζόρικος, αμάν αμάν, και τα λεφτά ν' αρπάζεις.
― Όπα!
ΕΠ: Πολύ καλή 'ν' αυτή η δουλειά, Στελλάκη, θα τη μάθω
και μη σε μέλει ότι μπορεί εγώ για να την πάθω.
ΣΠ: Έλα μαζί μου για να ιδείς οι έξυπνοι πώς ζούνε
και πώς τον κάθε ένανε, βρ' αμάν αμάν, με τρόπο τον γελούνε.
ΕΠ: Θα μάθω όλη την ψευτιά, φτάνει καλά να ζήσω
κι αυτήν την τέχνη που 'μαθα, θα τήνα παρατήσω.
ΣΠ: Βαγγέλη, φίνα θα περνάς, την τέχνη σου ν' αφήσεις,
γιατί μ' αυτά τα ψέματα, βρ' αμάν αμάν, καλύτερα θα ζήσεις.
― Γεια σου, φίλε μου Στελλάκη, που μ' έβαλες στον ίσιο δρόμο!
― Εμ, κορόιδο γίνεσαι; Γεια σου, ρε Γιάννη Σεβντικιαλή με το βιολί σου!
|
|
3. |
|
|
|
|
Κάτω στα Λε—, ρε, κάτω στα Λε—, κάτω στα Λεμονάδικα,
κάτω στα Λεμονάδικα γίνηκε φασαρία,
δυο λαχανάδες πιάσανε και κάναν την κυρία.
Τα σίδερα, ρε, τα σίδερα, τα σίδερα τους φόρεσαν,
τα σίδερα τους φόρεσαν και στη στενή τους πάνε
κι αν δε βρεθούν τα λάχανα, το ξύλο που θα φάνε.
Κυρ αστυνό—, ρε, κυρ αστυνό—, κυρ αστυνόμε, μη βαράς,
κυρ αστυνόμε, μη βαράς, γιατί κι εσύ το ξέρεις
πως η δουλειά μας είν' αυτή και λέφα μη γυρεύεις.
― Κάλλιο ο θάνατος!
Εμείς τρώμε, ρε, εμείς τρώμε, εμείς τρώμε τα λάχανα,
εμείς τρώμε τα λάχανα, τσιμπούμε τις παντόφλες
για να μας βλέπουν τακτικά της φυλακής οι πόρτες.
― Απάνω τους, μάγκες!
Δε μας φοβί—, ρε, δε μας φοβί—, δε μας φοβίζει ο θάνατος,
δε μας φοβίζει ο θάνατος, μόν' μας τρομάζει η πείνα,
γι' αυτό τσιμπούμε λάχανο και την περνούμε φίνα.
|
|
4. |
|
|
|
|
Σ' αγάπαγα και έλεγα πως είχες λίγη μπέσα,
μα συ μου την κοπάναγες γιατί ήσουνα μπαμπέσα.
Μπαμπέσικα 'ν' τα μάτια σου, μπαμπέσα κι η καρδιά σου,
μπαμπέσικα με κοίμισες μέσα στην αγκαλιά σου.
Καθημερνώς μπαμπέσικα μ' εμέ συνεννογιόσουνα
και μ' είχες και περίμενα και μ' άλλον εξηγιόσουνα.
Πάψε πλέον τις μπαμπεσιές και βάλε λίγη μπέσα
για να σ' αλλάξω τ' όνομα, να μη σε λέν' μπαμπέσα.
― Να πεθάνεις, μπαμπέσα!
Μη μου το λες μπαμπέσικα, πες το με την καρδιά σου,
ξηγήσου μια φορά σπαθί, μπαμπέσα, στον νταλγκά σου.
― Γεια σου, Στελλάκη!
Μπαμπέσικα 'ν' τα μάτια σου, μπαμπέσα κι η καρδιά σου,
μπαμπέσικα με κοίμισες μέσα στην αγκαλιά σου.
|